- εὐκοσμίως
- εὐκοσμ-ίως, Adv.A decently,
περιστέλλεσθαι Anon.
Hist.Oxy.218 ii 9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιστέλλεσθαι Anon.
Hist.Oxy.218 ii 9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκόσμιος — εὐκόσμιος, ον (Α) κόσμιος, ευπρεπής. επίρρ... εὐκοσμίως (ΑΜ) με κοσμιότητα, με ευπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόσμιος] … Dictionary of Greek